ορυκτέλαιο

ορυκτέλαιο
το
(χημ. τεχνολ.) γενικός χαρακτηρισμός υδρογονανθράκων και τών μιγμάτων τους που έχουν άμεση φυσική προέλευση αλλά συνηθέστερα είναι προϊόντα απόσταξης τού πετρελαίου και που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ως λιπαντικά, ως διηλεκτρικά και σε πολλές άλλες εφαρμογές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. mineral oil].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορυκτέλαιο — το λιπαντικό λάδι από την απόσταξη του πετρελαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • βαλβολίνη — (valvoline). Εμπορική ονομασία ειδικού λιπαντικού ελαίου που χρησιμοποιείται κυρίως στα αυτοκίνητα για τη μόνιμη λίπανση του κιβωτίου ταχυτήτων, του διαφορικού και άλλων σημείων. * * * η ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται για τη λίπανση των… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπυξίδα — ή ελαιολεκάνη, η δοχείο λαδιού που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό κάλυμμα τών στρεφόμενων μερών (αξόνων, κάρτερ μηχανών εσωτερικής καύσεως κ.λπ.) μιας μηχανής ή λεπτών μηχανισμών και το οποίο περιέχει ορυκτέλαιο για λίπανση αυτών τών μερών… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανέλαιο — το τεχνολ. έλαιο, συνήθως ορυκτέλαιο, με το οποίο γίνεται η λίπανση τών εφαπτόμενων κινητών μερών μιας μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… …   Dictionary of Greek

  • παραφινέλαιο — το λιπαντικό λάδι από απόσταγμα πετρελαίου, ορυκτέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”